ντουέτο

ντουέτο
το
άκλ.
1. τραγούδι για δύο φωνές, διωδία, διφωνία
2. σύνολο από δύο άτομα που τραγουδούν ή εκτελούν μαζί μια μουσική σύνθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. duetto «διωδία» < ιταλ. duo < λατ. duo «δύο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ντουέτο — το (λ. ιταλ.), διωδία, διφωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • George Perris — Naissance 1983 Paris, France Nationalité Française …   Wikipédia en Français

  • Giorgos Perris — Naissance 1983 Paris, France Nationalité Française Grecque …   Wikipédia en Français

  • Роккос, Стелиос — Стелиос Роккос Основная информация Дата рожден …   Википедия

  • διαυλία — διαυλία, η (Α) διωδία με αυλό, ντουέτο στο φλάουτο …   Dictionary of Greek

  • διφωνία — η 1. η ιδιότητα τού δίφωνου* 2. μουσ. η εκτέλεση τραγουδιού με δύο φωνές, διωδία, ντουέτο …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Κάλογουεϊ, Καμπ — (Cabell «Cab» Calloway, Ρότσεστερ, Νέα Υόρκη 1907 – Ντελάγουεαρ 1994). Αμερικανός τραγουδιστής της τζαζ, χορευτής και συνθέτης. Μεγάλωσε στη Βαλτιμόρη, αλλά μετακόμισε στο Σικάγο με την οικογένειά του, όπου σπούδασε στο κολέγιο Κρέιν. Πολυσύνθετο …   Dictionary of Greek

  • Κολέτ, Γκαμπριέλ Σιντονί — (Gabrielle Synthonie Colette, Σεντ Σοβέρ αν Πιϊζέ 1873 – Παρίσι 1954). Γαλλίδα συγγραφέας. Την περίοδο 1900 3 δημοσίευσε μια σειρά μυθιστορημάτων σε συνεργασία με τον πρώτο της σύζυγο, τον συγγραφέα Βιλί (Ανρί Γκοτιέ Βιλάρ). Τα βιβλία αυτά, τα… …   Dictionary of Greek

  • κοντραμπάσο ή βαθύχορδο — Έγχορδο μουσικό όργανο, το βαθύτερο σε ήχο και μεγαλύτερο σε διαστάσεις της οικογένειας του βιολιού. Συνήθως έχει τέσσερις χορδές (μι λα ρε σολ) αλλά και τρεις (σολ ρε λα ή σολ ρε σολ ή λα ρε σολ) ή πέντε (ντο μι λα ρε σολ). Λόγω της ιδιαίτερης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”